- σμύριδα
- ηβλ. σμύρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σμύριδα — Ορυκτό που περιέχει κρυστάλλους αλουμίνας, μεγάλης σκληρότητας και χρησιμοποιείται ως λειαντικό. Βασικό συστατικό της σ. είναι το κορούνδιο. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, με τη μορφή σκόνης για τη λείανση μαρμάρων, αν υγρανθεί με νερό, και για… … Dictionary of Greek
κορούνδιο — Ορυκτό του αργιλίου (AL2O3) που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Το μέγεθος των κρυστάλλων του φτάνει τα λίγα εκατοστά και συνήθως βρίσκεται άφθονο σε κοιτάσματα μικροκρυσταλλικών μαζών. Όταν δεν περιέχει προσμείξεις, το κ. είναι άχρωμο και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Γεωλογικό Απειράνθου (Νάξου) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1966, με πρωτοβουλία του ντόπιου πολιτικού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, αλλά έκλεισε στη διάρκεια της δικτατορίας. Το 1987 επαναλειτούργησε, με πρωτοβουλία του Μανώλη Γλέζου, και από τότε στεγάζεται στο κτίριο του δημοτικού… … Dictionary of Greek
σμυριδεργάτης — ο, Ν εργάτης που εξορύσσει σμύριδα, σμυριδωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + εργάτης] … Dictionary of Greek
διάσπορο — Ορυκτό, φυσικό υδροξείδιο του αργιλίου. Ο χημικός τύπος του είναι ΑlΟΟΗ. Συνήθως βρίσκεται ανακατεμένο με υπολείμματα από οξείδια σιδήρου, χρωμίου, μαγγανίου και γαλλίου. Το δ. κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, σχηματίζοντας ελασματοειδείς ή… … Dictionary of Greek
57407-26-8 — Émeri L émeri (du grec σμύριδα) est une roche composée de spinelle et de corindon finement cristallisés, associés à la magnétite ou à l hématite. L émeri est de couleur noire ou gris foncé, moins dense que le corindon brun translucide, avec une… … Wikipédia en Français
Emeri — Émeri L émeri (du grec σμύριδα) est une roche composée de spinelle et de corindon finement cristallisés, associés à la magnétite ou à l hématite. L émeri est de couleur noire ou gris foncé, moins dense que le corindon brun translucide, avec une… … Wikipédia en Français
Émeri — Emeri de Naxos (gisement topotype) Emeri de Naxos (gisement top … Wikipédia en Français
νάξιος — ια, ο (Α νάξιος, ία, ον) [Νάξος] 1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης 3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» λίθος … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek